εμβολιοθεραπευτική

εμβολιοθεραπευτική
η вакцинация

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "εμβολιοθεραπευτική" в других словарях:

  • εμβολιοθεραπευτική — η κλάδος τής ιατρικής που ασχολείται με τα εμβόλια …   Dictionary of Greek

  • εμβολιοθεραπευτική — η (ιατρ.), μέθοδος θεραπείας ή προφύλαξης από τις λοιμώδεις αρρώστιες με εισαγωγή στον οργανισμό παρασκευάσματος από μικρόβια ή ιούς, η μικροβιοθεραπευτική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μικροβιοθεραπευτική — η ιατρ. εμβολιοθεραπευτική …   Dictionary of Greek

  • εμβολιοθεραπεία — η η εμβολιοθεραπευτική (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»